- υδρονομή
- η распределение воды; водоснабжение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρονομή — η, Ν η διανομή τών αρδευτικών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + νομή (< νέμω). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
υδρονομή — η η διοχέτευση νερού σε σπίτια πόλης, συνοικισμού κτλ. με υδροσωλήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρονομικός — ή, ό, Ν [υδρονομή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρονομή ή στον υδρονομέα («υδρονομική υπηρεσία») 2. φρ. «υδρονομικά όργανα» οι υδρονομείς και οι επόπτες υδρονομέων … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… … Dictionary of Greek
υδρονομείο — το, Ν [υδρονομή] 1. το κτήριο όπου στεγάζεται υδρονομική υπηρεσία 2. ο σταθμός τών υδρονομέων … Dictionary of Greek
υδρονομικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδρονομή ή με τον υδρονομέα (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)